μέμον'

μέμον'
μέμονα , μέμονα
m?
perf ind act 1st sg
μέμονε , μέμονα
m?
perf imperat act 2nd sg
μέμονε , μέμονα
m?
perf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λειόθριξ — ο 1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος 2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας timaliidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”